εντάφιος — α, ο (AM ἐντάφιος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται στον τάφο («όλη μαύρη μυρμηγκιάζει η εντάφια συντροφιά», Σολωμός) 2. αυτός που βρίσκεται κοντά στον τάφο («κατά τα εντάφια χόρτα», Σολωμός) αρχ. μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐντάφιον σάβανο («ὡς … Dictionary of Greek
ἐντάφιον — ἐντάφιος of masc/fem acc sg ἐντάφιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνταφίοις — ἐντάφιος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνταφίοισιν — ἐντάφιος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνταφίου — ἐντάφιος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνταφίων — ἐντάφιος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνταφίῳ — ἐντάφιος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντάφια — ἐντάφιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՅՈՒՂԱՐԿԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0374 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c, 12c, 13c ա. παραπέμπων, παραπομπός comes, deductor ἑκφόρων efferens in funus, exportator in funeratione. Որ յուղարկ լինի. յուղարկօղ. ուղեկցելով յուղի դնօղ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἐνταφίωι — ἐνταφίῳ , ἐντάφιος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)